- ιδιόχρεος
- ἰδιόχρεος, -ον (Α)αυτός που συνεπάγεται προσωπική υποχρέωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -χρεος (< χρέος), πρβλ. αξιό-χρεος, υπό-χρεος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek